- συναγοραστικὸς
- συνᾰγορ-αστικὸς πυρός, =A frumentum emptum, PLond.2.301.2 (ii A.D.);
-κὴ κριθή BGU381.2
(ii/iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-κὴ κριθή BGU381.2
(ii/iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συναγοραστικός — ή, όν, Α [συναγοράζω] αυτός που αγοράζεται συνολικά … Dictionary of Greek